κρυψίνοος

κρυψίνοος
κρυψί-νοος, ον, [var] contr. [suff] κρυψί-νους, ουν,
A hiding one's thoughts, dissembling, X.Cyr.1.6.27, Gal.8.362, D.C.67.1, Eun.Hist.p.254 D.; opp.

παρρησιαζόμενος X. Ages.11.5

. Adv. -νως Poll.4.51.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κρυψινόους — κρυψίνοος hiding one s thoughts masc/fem acc pl κρυψίνους hiding one s thoughts masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυψίνοοι — κρυψίνοος hiding one s thoughts masc/fem nom/voc pl κρυψίνους hiding one s thoughts masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”